- χολαγωγός
- ός , ό[ν] 1.1) проводящий жёлчь; 2) желчегонный; 2. (ο ) жёлчный проток
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χολαγωγός — ό / χολαγωγός, όν, ΝΜΑ (για φάρμακο) αυτός που συντελεί στην απέκκριση χολής νεοελλ. 1. αυτός που διοχετεύει τη χολή («χολαγωγά αγγεία τού ήπατος») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χολαγωγά (φαρμ.) ουσίες που αυξάνουν τη ροή τής χολής στο έντερο.… … Dictionary of Greek
χολαγωγόν — χολαγωγός carrying off bile masc/fem acc sg χολαγωγός carrying off bile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολαγωγοῖς — χολαγωγός carrying off bile masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολαγωγοί — χολαγωγός carrying off bile masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολαγωγοῦ — χολαγωγός carrying off bile masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολαγωγά — χολαγωγός carrying off bile neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολαγωγῶν — χολαγωγός carrying off bile masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολαγωγῷ — χολαγωγός carrying off bile masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek
χοληφόρος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που παροχετεύει τη χολή, χολαγωγός 2. φρ. α) «χοληφόρα τριχοειδή σωληνάρια» ανατ. λεπτότατα τριχοειδή σωληνάρια που αποτελούν πυκνότατο πλέγμα διά μέσου τών κυττάρων τών λοβίων και αποκομίζουν τη χολή που εκκρίνεται… … Dictionary of Greek